οπλοπολυβόλο(ν)

οπλοπολυβόλο(ν)
το ручной пулемёт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οπλοπολυβόλο(ν)" в других словарях:

  • οπλοπολυβόλο — το στρ. φορητό όπλο, ελαφρότερο από το πολυβόλο, που βάλλει είτε αυτόματα με βολή κατά ριπές είτε ημιαυτόματα με βολή κατά βολή …   Dictionary of Greek

  • οπλοπολυβόλο — το φορητό ατομικό αυτόματο όπλο επαναληπτικής βολής, όμοιο με το ντουφέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπλοπολυβολητής — ο [οπλοπολυβόλο] στρ. χειριστής οπλοπολυβόλου …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπηρέτηση — η το σύνολο των εργασιών που εκτελούν οι στρατιώτες οι οποίοι χειρίζονται πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»